- καταστενώ
- καταστενῶ, -όω (Α)1. κάνω εντελώς στενό, περιορίζω εντελώς σε στενό χώρο, συστέλλω, εγκλείω, κλείνω μέσα2. (ο παθ. παρακμ.) κατεστένωμαιείμαι πολύ στενός, έχω πολύ στενές εισόδους ή εξόδους3. παθ. μτφ. καταστενοῡμαι, -όομαιβρίσκομαι σε στενόχωρη θέση, σε δυσκολία, σε δυσχέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στενῶ «στενεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.